λαμπρῶν

λαμπρῶν
λαμπρός
bright
fem gen pl
λαμπρός
bright
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λαμπρῶν — Λαμπρός bright masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • αεφανέων — ἀεφανέων (Α) κατά τον Ησύχιο, «λαμπρῶν» …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • επαυλή — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… …   Dictionary of Greek

  • κάρια — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… …   Dictionary of Greek

  • καρία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”